φορητός: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> porté;<br /><b>2</b> qui se meut;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]]. | |btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> porté;<br /><b>2</b> qui se meut;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[φορητός]] <br /> <b>1</b> borne ἦν γὰρ τὸ [[πάροιθε]] φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:43, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E. Hipp.443, Luc.Salt.27: I borne, carried, φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156. 2 to be carried, moveable, οἰκίαι Ph.2.238; ἱερόν ib.146: metaph., ἄστατος καὶ φ. constantly moving, Id.1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φ. Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φ. Hierocl. in CA7p.429M. II bearable, endurable, A.Pr.979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. irresistible, Arr.Tact.12.10.
German (Pape)
[Seite 1300] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von φορέω, 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
Greek (Liddell-Scott)
φορητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, πλανητός, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. ὕδωρ Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν αὐτόθι 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· φύσις φ. καὶ μετάβολος Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
I. au pr.
1 porté;
2 qui se meut;
II. fig. supportable, tolérable.
Étymologie: φορέω.
English (Slater)
φορητός
1 borne ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.