Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_8)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγκώδης''': -ες, ὁ, [[φαραγγώδης]] [[κοῖλος]], «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.
|lstext='''ἀγκώδης''': -ες, ὁ, [[φαραγγώδης]] [[κοῖλος]], «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[lleno de barrancos]], [[abrupto]] γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκώδης: -ες, ὁ, φαραγγώδης κοῖλος, «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.

Spanish (DGE)

-ες lleno de barrancos, abrupto γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι.