ἀγκιστροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(6_7)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγκιστροειδής''': -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.
|lstext='''ἀγκιστροειδής''': -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de forma de anzuelo]], [[ganchudo]]de los átomos <i>Placit</i>.1.3.18.<br /><b class="num">2</b> de armas [[arponado]] σιδήρια Procop.<i>Pers</i>.2.21.22, τοῖς ἀγκιστροειδέσι κοντοῖς Procop.<i>Goth</i>.4.11.34<br /><b class="num">•</b>metáf. τὰ ἀγκιστροειδῆ τῶν ὀδόντων αὐτῆς (αἱρέσεως) φάρμακα Epiph.Const.<i>Haer</i>.48.15.<br /><b class="num">3</b> anat. otro n., por su forma, de la apófisis del omoplato o [[coracoides]] Ruf.<i>Oss</i>.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[enganchándose]] Erot.43.8.
}}
}}

Revision as of 11:45, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκιστροειδής Medium diacritics: ἀγκιστροειδής Low diacritics: αγκιστροειδής Capitals: ΑΓΚΙΣΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ankistroeidḗs Transliteration B: ankistroeidēs Transliteration C: agkistroeidis Beta Code: a)gkistroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A hook-shaped, barbed, Placit.1.3.18, etc. Adv. -δῶς Erot. s.v. ἠγκίστρενται.

German (Pape)

[Seite 14] ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων σχῆμα ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de forma de anzuelo, ganchudode los átomos Placit.1.3.18.
2 de armas arponado σιδήρια Procop.Pers.2.21.22, τοῖς ἀγκιστροειδέσι κοντοῖς Procop.Goth.4.11.34
metáf. τὰ ἀγκιστροειδῆ τῶν ὀδόντων αὐτῆς (αἱρέσεως) φάρμακα Epiph.Const.Haer.48.15.
3 anat. otro n., por su forma, de la apófisis del omoplato o coracoides Ruf.Oss.11.
II adv. -ῶς enganchándose Erot.43.8.