ἀδιάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6_18)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάγνωστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· [[δύσκολος]] νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.
|lstext='''ἀδιάγνωστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· [[δύσκολος]] νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se puede distinguir]] ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.<i>Mir</i>.25(29).<br /><b class="num">2</b> [[difícil de leer]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.21.21.
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάγνωστος Medium diacritics: ἀδιάγνωστος Low diacritics: αδιάγνωστος Capitals: ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: adiágnōstos Transliteration B: adiagnōstos Transliteration C: adiagnostos Beta Code: a)dia/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se puede distinguir ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.