ἀδιακόσμητος: Difference between revisions
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_18) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιακόσμητος''': -ον, ὁ μὴ διακεκοσμημένος, διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10. | |lstext='''ἀδιακόσμητος''': -ον, ὁ μὴ διακεκοσμημένος, διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene orden]], [[que no es ordenado]] πόλις D.H.3.10, οὐσία Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.189, τὰ πάντα ἡσυχάσαντα ἀδιακόσμητα Ph.2.505.<br /><b class="num">2</b> [[no asignado]] de terrenos, I.<i>AI</i> 5.89. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:47, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not set in order, D.H.3.10; οὐσία Stoic.2.189, cf. Ph.2.505; of lands, not disposed of, unassigned, J.AJ5.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόσμητος: -ον, ὁ μὴ διακεκοσμημένος, διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene orden, que no es ordenado πόλις D.H.3.10, οὐσία Chrysipp.Stoic.2.189, τὰ πάντα ἡσυχάσαντα ἀδιακόσμητα Ph.2.505.
2 no asignado de terrenos, I.AI 5.89.