πῆμα: Difference between revisions
(10) |
(No difference)
|
Revision as of 00:02, 9 February 2013
English (LSJ)
ατος, τό (same form in Dor.), poet. word,
A misery, calamity, π. κακόν Od.5.179; π. κακοῖο 3.152; δύης π. 14.338; π. τῆς ἄτης S.Aj. 363; π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Il.17.688; τοῖσι . . πῆμα κυλίνδεται Od. 2.163, cf. Il.11.347; ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν 15.721; τοι πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες 24.547; ἓν παρ' ἐσλὸν π. σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81; πημάτων ἔξω πόδα ἔχει A.Pr.265; πήματα ἐπὶ πήμασι πίπτοντ' S.Ant.594 (lyr.); πῆμ' ἐπὶ πήματι κεῖται, i.e. iron upon iron, the sword forged upon the anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; σοφιστὴς πημάτων deviser of pains (i. e. the labours of Heracles), E. Heracl.993. II of persons, bane, calamity, ὅς μιν ἔτικτε . . π. γενέσθαι Τρωσί Il.22.421, cf. 3.50, 160, 6.282, S.OT379; π. κακὸς γείτων Hes.Op.346. (Cf. Skt. p[imacracute]yati, Goth.fijan 'hate'.)