ἀναστομωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_11)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[apropiado para abrir los conductos]], [[dilatador]], [[anastomótico]], [[δύναμις]] Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστομωτικός Medium diacritics: ἀναστομωτικός Low diacritics: αναστομωτικός Capitals: ΑΝΑΣΤΟΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anastomōtikós Transliteration B: anastomōtikos Transliteration C: anastomotikos Beta Code: a)nastomwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg., Dsc.1.4, Antyll. ap. Orib.10.25.2.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομωτικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.

Spanish (DGE)

-όν
apropiado para abrir los conductos, dilatador, anastomótico, δύναμις Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.