ἀνεπικώλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(6_16)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπικώλῡτος''': -ον, [[ἀκώλυτος]], [[ἀνεμπόδιστος]], Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 18. 6, 4. - Ἐπίρρ. -τως, ἀνεμποδίστως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2114bb· χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀνεπικωλύτως, ἀκωλύτως, ἐλευθέρως, Διόδ. 2. 21, πρβλ. Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 7.
|lstext='''ἀνεπικώλῡτος''': -ον, [[ἀκώλυτος]], [[ἀνεμπόδιστος]], Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 18. 6, 4. - Ἐπίρρ. -τως, ἀνεμποδίστως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2114bb· χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀνεπικωλύτως, ἀκωλύτως, ἐλευθέρως, Διόδ. 2. 21, πρβλ. Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ilimitado]] αὐτῷ ἀποτίσαντι ... [[ἀνεπικώλυτος]] ἦν ἡ φιλία τοῦ Τιβερίου I.<i>AI</i> 18.165, τοῖς στρατιώταις ἀνεπικώλυτον ὠφέλειαν Onas.35.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin obstáculo]], [[libremente]] τὸ χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀ. D.S.2.21, διῆλθε D.S.17.116, πάτρια ἔθη ἀ. φυλάσσειν Decr. en I.<i>AI</i> 19.290, cf. <i>IPE</i> 2.52.12 (Panticapeo), <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.755b.11 (Lócride I d.C.), 756.5 (Lócride I d.C.), <i>IG</i> 12(1).3.3 (Rodas III d.C.), Alciphr.3.5.3, <i>SB</i> 5175.13 (IV d.C.), <i>PMonac</i>.13.50 (VI d.C.).
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπικώλῡτος Medium diacritics: ἀνεπικώλυτος Low diacritics: ανεπικώλυτος Capitals: ΑΝΕΠΙΚΩΛΥΤΟΣ
Transliteration A: anepikṓlytos Transliteration B: anepikōlytos Transliteration C: anepikolytos Beta Code: a)nepikw/lutos

English (LSJ)

ον,

   A unhindered, J.AJ18.6.4, Onos.35.2. Adv. -τως without let or hindrance, IPE2.52 (Panticapaeum); without restraint, D.S. 17.116, Decr. ap. J.AJ19.5.3, Alciphr.3.8.

German (Pape)

[Seite 224] ungehindert, Schol. Ar. Equ. 525; adv. -λύτως, Alciphr. 3, 8; Diod. Sic. 2, 21, wo sonst ἀνεπικαλύπτως stand.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπικώλῡτος: -ον, ἀκώλυτος, ἀνεμπόδιστος, Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 18. 6, 4. - Ἐπίρρ. -τως, ἀνεμποδίστως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2114bb· χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀνεπικωλύτως, ἀκωλύτως, ἐλευθέρως, Διόδ. 2. 21, πρβλ. Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 7.

Spanish (DGE)

-ον
1 ilimitado αὐτῷ ἀποτίσαντι ... ἀνεπικώλυτος ἦν ἡ φιλία τοῦ Τιβερίου I.AI 18.165, τοῖς στρατιώταις ἀνεπικώλυτον ὠφέλειαν Onas.35.1.
2 adv. -ως sin obstáculo, libremente τὸ χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀ. D.S.2.21, διῆλθε D.S.17.116, πάτρια ἔθη ἀ. φυλάσσειν Decr. en I.AI 19.290, cf. IPE 2.52.12 (Panticapeo), IG 92.755b.11 (Lócride I d.C.), 756.5 (Lócride I d.C.), IG 12(1).3.3 (Rodas III d.C.), Alciphr.3.5.3, SB 5175.13 (IV d.C.), PMonac.13.50 (VI d.C.).