ἀπελευθεριάζω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_6) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπελευθεριάζω''': εἶμαι [[ἐλεύθερος]], [[πράττω]] τι ἐλευθέρως, Φίλων 1. 149, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύνομαι, ὁ αὐτ. 1. 277. | |lstext='''ἀπελευθεριάζω''': εἶμαι [[ἐλεύθερος]], [[πράττω]] τι ἐλευθέρως, Φίλων 1. 149, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύνομαι, ὁ αὐτ. 1. 277. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[manumitir]] τὰν ... ἀπηλευθερια(σ)μέναν ὑπὸ Σωτηρίχου <i>FD</i> 3.388.4 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ser libre, sin trabas]] ἀπελευθεριάζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277.<br /><b class="num">3</b> [[ser libertino]], [[comportarse desvergonzadamente]] ὑπ' αὐθαδείας Ph.2.31. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be free, act freely, -άζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277; in bad sense, ὑπ' αὐθαδείας Id.2.31.
German (Pape)
[Seite 286] frei sein u. handeln, Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθεριάζω: εἶμαι ἐλεύθερος, πράττω τι ἐλευθέρως, Φίλων 1. 149, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύνομαι, ὁ αὐτ. 1. 277.
Spanish (DGE)
1 manumitir τὰν ... ἀπηλευθερια(σ)μέναν ὑπὸ Σωτηρίχου FD 3.388.4 (I a.C.).
2 ser libre, sin trabas ἀπελευθεριάζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277.
3 ser libertino, comportarse desvergonzadamente ὑπ' αὐθαδείας Ph.2.31.