βρυώνη: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_10)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρυώνη''': ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.
|lstext='''βρυώνη''': ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[nueza negra]], [[Tamus communis]] Nic.<i>Th</i>.939, <i>Anecd.Ludw</i>.197.19.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῠώνη Medium diacritics: βρυώνη Low diacritics: βρυώνη Capitals: ΒΡΥΩΝΗ
Transliteration A: bryṓnē Transliteration B: bryōnē Transliteration C: vryoni Beta Code: bruw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἄμπελος μέλαινα, Nic.Th.939:—also βρῠ-ωνίς, ίδος, ἡ, ib.858; cf.sq.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.

Greek (Liddell-Scott)

βρυώνη: ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. nueza negra, Tamus communis Nic.Th.939, Anecd.Ludw.197.19.