διαιρέτης: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(6_19) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαιρέτης''': -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''διαιρέτης''': -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que divide o distribuye]] διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.<i>ND</i> 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων <i>IEphesos</i> 4A.9 (III a.C.), [[δικαιοσύνη]] ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo</i> Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.<i>in Prm</i>.273, δ.· diuisor, expunctor</i>, <i>Gloss</i>.2.271<br /><b class="num">•</b>ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible</i> Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).
German (Pape)
[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
•ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.