δυσαπιστέω: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(6_5) |
(big3_12) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπιστέω''': δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως [[πιστεύω]] παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936). | |lstext='''δυσαπιστέω''': δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως [[πιστεύω]] παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[creer a duras penas]], [[desconfiar]], Euagr.Schol.<i>HE</i> 4.33, Hdn.<i>Exc.Verb</i>.7.30, <i>Anecd.Ludw</i>.158.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).
Spanish (DGE)
creer a duras penas, desconfiar, Euagr.Schol.HE 4.33, Hdn.Exc.Verb.7.30, Anecd.Ludw.158.3.