ἐγκάθισμα: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(6_21) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ. | |lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[baño de asiento]] ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς [[ἐγκάθισμα]] ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas <i>Fr</i>.3, <i>Cyran</i>.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.<br /><b class="num">2</b> gram. [[pausa]], [[demora]] en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.<i>Comp</i>.20.14, cf. 22.44.<br /><b class="num">3</b> alquim. [[dispositivo interno]] ὄργανα ... ἔχοντα [[ἐγκάθισμα]] ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín</i> Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.2.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sitz-bath, Dsc.3.113, Gp.12.23.5, Sor.1.56, etc. II dwelling on a syllable in pronunciation, D.H.Comp. 20,22 fin.
German (Pape)
[Seite 703] τό, 1) das Darinsitzen, besonders im Dampfbade, Medic. – 2) bei Sp. das Auflauern, der Hinterhalt. – 3) bei D. Hal. C. V. das Anhalten, Anstoßen in der Rede bei den (schwierig auszusprechenden) Consonanten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάθισμα: τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ κάτω μέρη τοῦ σώματος κυρίως διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. baño de asiento ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς ἐγκάθισμα ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas Fr.3, Cyran.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.
2 gram. pausa, demora en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.Comp.20.14, cf. 22.44.
3 alquim. dispositivo interno ὄργανα ... ἔχοντα ἐγκάθισμα ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín Zos.Alch.Comm.Gen.2.1.