εἰσκέλλω: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(6_13a) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσκέλλω''': μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877. | |lstext='''εἰσκέλλω''': μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[arribar]] ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.<i>Th</i>.877. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
intr.,
A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.
German (Pape)
[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.
Spanish (DGE)
arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.