εἰσαποβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_1) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσαποβαίνω''': [[ἀποβαίνω]] ἀπό τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ [[τόθεν]] Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625. | |lstext='''εἰσαποβαίνω''': [[ἀποβαίνω]] ἀπό τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ [[τόθεν]] Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[desembarcar en]] c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.
German (Pape)
[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.
Spanish (DGE)
desembarcar en c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.