ἀνελλήνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνελλήνιστος''': -ον, ὁ μὴ [[Ἑλληνικός]], τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255. | |lstext='''ἀνελλήνιστος''': -ον, ὁ μὴ [[Ἑλληνικός]], τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no griego]] τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.<i>M</i>.1.181, cf. Phryn.299, <i>EM</i> 777.53G. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.
Spanish (DGE)
-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.