ἀνερεύγω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_1)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνερεύγω''': [[ἀναπέμπω]], [[ἐκβάλλω]] διὰ τοῦ στόματος, ἀνήρῠγεν ἀτμὸν (ἀόρ. β΄) Νόνν. Δ. 1. 239· ἰωὴν [[αὐτόθι]] 485: - Μέσ., ἐπὶ ποταμῶν, [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, [ποταμοῖς] ἀνερευγομένοις εἰς θάλασσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1· ἀνερεύγεται εἰς ἅλα βάλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 746.
|lstext='''ἀνερεύγω''': [[ἀναπέμπω]], [[ἐκβάλλω]] διὰ τοῦ στόματος, ἀνήρῠγεν ἀτμὸν (ἀόρ. β΄) Νόνν. Δ. 1. 239· ἰωὴν [[αὐτόθι]] 485: - Μέσ., ἐπὶ ποταμῶν, [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, [ποταμοῖς] ἀνερευγομένοις εἰς θάλασσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1· ἀνερεύγεται εἰς ἅλα βάλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 746.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[vomitar]], [[devolver]] τὰ σιτία Hp.<i>Salubr</i>.7, τι τᾶς χολᾶς Men.<i>Asp</i>.451, ἀτμόν Nonn.<i>D</i>.1.239, ἰωήν Nonn.<i>D</i>.1.485<br /><b class="num">•</b>fig. [[proferir]] ὀμφαίης ἀνερεύγετο θέσφατον ἠχοῦς Nonn.<i>D</i>.6.89.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[desembocar]] ποταμοὶ ἀνερευγόμενοι εἰς θάλασσαν Arist.<i>Mu</i>.392<sup>b</sup>16, cf. A.R.2.744.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερεύγω Medium diacritics: ἀνερεύγω Low diacritics: ανερεύγω Capitals: ΑΝΕΡΕΥΓΩ
Transliteration A: anereúgō Transliteration B: anereugō Transliteration C: anereygo Beta Code: a)nereu/gw

English (LSJ)

   A throw up, disgorge, ἀνήρῠγεν ἀτμόν (aor. 2) Nonn.D.1.239; ἰωήν ib.485:—Pass., discharge itself, of a river, Arist.Mu.392b16, A.R.2.744.

German (Pape)

[Seite 226] ausspeien, hervorstoßen, αὐδὴν ἀνήρυγεν Nonn. – Med., sich ergießen, von Flüssen, Arist. mund. 3, 1; Ap. Rh. 2, 749.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερεύγω: ἀναπέμπω, ἐκβάλλω διὰ τοῦ στόματος, ἀνήρῠγεν ἀτμὸν (ἀόρ. β΄) Νόνν. Δ. 1. 239· ἰωὴν αὐτόθι 485: - Μέσ., ἐπὶ ποταμῶν, ἐκβάλλω, χύνομαι, [ποταμοῖς] ἀνερευγομένοις εἰς θάλασσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1· ἀνερεύγεται εἰς ἅλα βάλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 746.

Spanish (DGE)

1 tr. vomitar, devolver τὰ σιτία Hp.Salubr.7, τι τᾶς χολᾶς Men.Asp.451, ἀτμόν Nonn.D.1.239, ἰωήν Nonn.D.1.485
fig. proferir ὀμφαίης ἀνερεύγετο θέσφατον ἠχοῦς Nonn.D.6.89.
2 intr. en v. med. desembocar ποταμοὶ ἀνερευγόμενοι εἰς θάλασσαν Arist.Mu.392b16, cf. A.R.2.744.