διωρισμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_6)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διωρισμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[διορίζω]], [[ὡρισμένως]], σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.
|lstext='''διωρισμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[διορίζω]], [[ὡρισμένως]], σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διορίζω]] [[en forma definida]] ([[αἷμα]]) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.<i>HA</i> 521<sup>a</sup>15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα [[γένη]] fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales</i> Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.<i>Protr</i>.4 p.55.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωρισμένως Medium diacritics: διωρισμένως Low diacritics: διωρισμένως Capitals: ΔΙΩΡΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diōrisménōs Transliteration B: diōrismenōs Transliteration C: diorismenos Beta Code: diwrisme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of διορίζω,

   A distinctly, separately, Arist.HA521a15, Iamb.Protr.4; definitely, Plu.2.415b.

Greek (Liddell-Scott)

διωρισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διορίζω, ὡρισμένως, σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διορίζω en forma definida (αἷμα) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.HA 521a15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα γένη fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.Protr.4 p.55.