ἐλαιοκονία: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_9) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαιοκονία''': ἡ, [[εἶδος]] μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν [[μάλθα]]. | |lstext='''ἐλαιοκονία''': ἡ, [[εἶδος]] μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν [[μάλθα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />alquim. [[masilla de aceite y cal]] para las junturas del alambique, Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.9.13<br /><b class="num">•</b>[[de aceite y barro]] para las junturas de cañerías, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.208.25, cf. Eust.382.37, <i>Gloss</i>.2.294. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A plaster made from lime and oil, Eust. 382.37, Steph. inHp.2.384D.:
German (Pape)
[Seite 788] ἡ, weiße Oelfarbe zum Maueranstreichen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκονία: ἡ, εἶδος μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν μάλθα.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
alquim. masilla de aceite y cal para las junturas del alambique, Zos.Alch.Comm.Gen.9.13
•de aceite y barro para las junturas de cañerías, Steph.in Hp.Aph.2.208.25, cf. Eust.382.37, Gloss.2.294.