ἀνεκπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | |lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[imposible de realizar]] τἀγαθόν Phld.<i>D</i>.1.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A incapable of fulfilment, τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.
Spanish (DGE)
-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.