ἀσκίτης: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_19)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκίτης''': -ου, ὁ, [ῑ], [[εἶδος]] ὕδρωπος (ἐκ τοῦ [[ἀσκός]]), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· [[ὕδρωψ]] [[ἀσκίτης]] ἐστὶν ἐφ’ οὗ [[κοιλία]] καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.
|lstext='''ἀσκίτης''': -ου, ὁ, [ῑ], [[εἶδος]] ὕδρωπος (ἐκ τοῦ [[ἀσκός]]), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· [[ὕδρωψ]] [[ἀσκίτης]] ἐστὶν ἐφ’ οὗ [[κοιλία]] καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem., Gal.17(2).670]<br /><b class="num">1</b> medic. [[ascitis]] Metrod.46, Gal.l.c., Aret.<i>SD</i> 1.16.6, Sch.Gal.2.24M.(p.17).<br /><b class="num">2</b> medic. [[persona que padece ascitis]] Herod.Med. en Orib.10.8.9.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκίτης Medium diacritics: ἀσκίτης Low diacritics: ασκίτης Capitals: ΑΣΚΙΤΗΣ
Transliteration A: askítēs Transliteration B: askitēs Transliteration C: askitis Beta Code: a)ski/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ἀσκός kind of

   A dropsy, ascites, Epicur.Fr.190, Aret.SD1.16, Gal.17(2).670.    II patient suffering from the disease, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.

German (Pape)

[Seite 371] ὁ, Schlauch-, Wassersucht, Epicur. bei Plut. non posse 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκίτης: -ου, ὁ, [ῑ], εἶδος ὕδρωπος (ἐκ τοῦ ἀσκός), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· ὕδρωψ ἀσκίτης ἐστὶν ἐφ’ οὗ κοιλία καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [fem., Gal.17(2).670]
1 medic. ascitis Metrod.46, Gal.l.c., Aret.SD 1.16.6, Sch.Gal.2.24M.(p.17).
2 medic. persona que padece ascitis Herod.Med. en Orib.10.8.9.