δίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(6_17)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίθῡμος''': -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν [[πρός]] τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, [[ἀσυμφωνία]], [[διχόνοια]], Ἡσύχ.
|lstext='''δίθῡμος''': -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν [[πρός]] τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, [[ἀσυμφωνία]], [[διχόνοια]], Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[discordante]], [[en desacuerdo]] de pers., LXX <i>Pr</i>.26.20.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐθῡμος Medium diacritics: δίθυμος Low diacritics: δίθυμος Capitals: ΔΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: díthymos Transliteration B: dithymos Transliteration C: dithymos Beta Code: di/qumos

English (LSJ)

ον,

   A at variance, LXX Pr.26.20.

German (Pape)

[Seite 624] zwieträchtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δίθῡμος: -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν πρός τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, ἀσυμφωνία, διχόνοια, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον discordante, en desacuerdo de pers., LXX Pr.26.20.