ἐκλόχευμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλόχευμα''': τό, [[ἀποκύημα]], ἔκγονον, [[τέκνον]], Σουΐδ. ἐν λέξει Πολύευκτος. | |lstext='''ἐκλόχευμα''': τό, [[ἀποκύημα]], ἔκγονον, [[τέκνον]], Σουΐδ. ἐν λέξει Πολύευκτος. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[engendro]] c. gen. Κωκυτοῦ καὶ Στυγὸς ... ὀλέθριον ... ἐ. Sud.s.u. Πολύευκτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A an offspring, Suid. s.v. Πολύευκτος.
German (Pape)
[Seite 768] τό, Ausgeburt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλόχευμα: τό, ἀποκύημα, ἔκγονον, τέκνον, Σουΐδ. ἐν λέξει Πολύευκτος.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
engendro c. gen. Κωκυτοῦ καὶ Στυγὸς ... ὀλέθριον ... ἐ. Sud.s.u. Πολύευκτος.