δυσαρεστία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(6_10) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαρεστία''': ἡ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 219, κτλ. | |lstext='''δυσαρεστία''': ἡ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 219, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[malestar]], [[indisposición]] Hierocl.<i>in CA</i> 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23<br /><b class="num">•</b>fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9.81. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A distress, malaise, Herod.Med.in Hermes40.584, prob. in Aët.16.18 (for -ησίαι), Hierocl. in CA11p.442M.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, dasselbe, Sp., wie Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρεστία: ἡ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 219, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. malestar, indisposición Hierocl.in CA 11.25 (p.50), Heph.Astr.1.21.23
•fig. ἄλυες ... καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι δυσαρεστίαι ψυχῆς εἰσιν ἀβεβαίου Clem.Al.Paed.2.9.81.