εἱλωτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=être hilote, servir comme hilote.<br />'''Étymologie:''' [[εἵλως]].
|btext=être hilote, servir comme hilote.<br />'''Étymologie:''' [[εἵλως]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener la condición de hilota]] τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσιν Isoc.4.131, ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευον Synes.<i>Regn</i>.21<br /><b class="num">•</b>ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίαν Str.12.3.4.<br /><b class="num">2</b> [[servir como esclavo]] ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς Ἕλλησιν Isoc.<i>Ep</i>.3.5, cf. Harp., Hdn.<i>Epim</i>.48, <i>Anecd.Ludw</i>.58.15.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 730] ein Helot sein, als Sklave dienen, τινί, Isocr. 4, 131.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλωτεύω: εἶμαι Εἵλωςδοῦλος, Ἰσοκρ. 67Ε.

French (Bailly abrégé)

être hilote, servir comme hilote.
Étymologie: εἵλως.

Spanish (DGE)

1 tener la condición de hilota τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσιν Isoc.4.131, ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευον Synes.Regn.21
ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίαν Str.12.3.4.
2 servir como esclavo ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς Ἕλλησιν Isoc.Ep.3.5, cf. Harp., Hdn.Epim.48, Anecd.Ludw.58.15.