Εἵλως
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
Εἵλωτος, Th.4.80, etc., and Εἱλώτης, ου, ὁ, Hdt.6.58, etc.; fem. Εἱλωτίς, Εἱλωτίδος, ἡ, Plu.Ages.3:—Helot, name of the Spartan serfs, derived by Hellanic.188 J., Theopomp.Hist.14, etc., from Ἕλος, a town of Laconia, whose inhabitants were enslaved: by others from Pass. of *ἕλω, = αἱρέω, cf. EM332.53.
Greek (Liddell-Scott)
Εἵλως: -ωτος καὶ Εἱλώτης, ου, ὁ, (πρβλ. Ἡροδότου 6. 81., 9. 10 πρὸς 6. 58, 75, 80): ὄνομα τῶν ἐν Σπάρτῃ δούλων, οἵτινες ὄντες πρότερον οἱ κύριοι τῆς χώρας καὶ ὑποδουλωθέντες ἐκαλλιέργουν τὴν γῆν διὰ τοὺς νέους κυρίους καὶ ἔδιδον εἰς αὐτοὺς ὡρισμένον μέρος τῆς συγκομιδῆς. Ἐν καιρῷ πολέμου παρηκολούθουν τοῖς ἑαυτῶν κυρίοις, καὶ ἐν περιπτώσει σπουδαίου κινδύνου κατετάσσοντο εἰς τὸν στρατόν, ἴδε Θουκ. 4. 80, κτλ. Ἠδύναντο ὡσαύτως νὰ μετάσχωσι καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων, ἀλλὰ μετά τινων περιορισμῶν, ἴδε Μυλλέρου Δωριεῖς 3. 3. (Λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ Ἕλος, πόλεως τῆς Λακωνικῆς (Ἰλ. Β. 584), ἧς οἱ κάτοικοι ὑπεδουλώθησαν· ἀλλά πιθανώτερον ἐκ τοῦ παθ. τοῦ *ἕλω = αἱρέω, ἴδε Μύλλερον ἔνθ’ ἀνωτ.)
Greek Monotonic
Εἵλως: -ωτος και Εἱλώτης, -ου, ὁ, είλωτας, όνομα των Σπαρτιατών δούλων, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).