Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(6_23)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλφῐτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, [[πολιά]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.
|lstext='''ἀλφῐτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, [[πολιά]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ωτος<br />adj. [[del color de la harina de cebada]] e.d. [[gris]], [[canosa]] κεφαλή Ar.<i>Fr</i>.533.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτόχρως Medium diacritics: ἀλφιτόχρως Low diacritics: αλφιτόχρως Capitals: ΑΛΦΙΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: alphitóchrōs Transliteration B: alphitochrōs Transliteration C: alfitochros Beta Code: a)lfito/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A of the colour of barley-meal, κεφαλὴ ἀ. powdered, i.e. mangy head, Ar.Fr.533.

German (Pape)

[Seite 112] mehlfarbig, grau, κεφαλή Ar. B. A. 386.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, πολιά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.

Spanish (DGE)

-ωτος
adj. del color de la harina de cebada e.d. gris, canosa κεφαλή Ar.Fr.533.