ἄνευς: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_1) |
(big3_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνευς''': (= [[ἄνευ]])˙ [[ἄνευ]] βουλὰν καὶ ζᾶμον πλαθύοντα Ἐπιγρ. [[Ὀλυμπίας]], Arch. Ztg. 1879, σ. 47. Μόνον ὁ [[τύπος]] [[ἄνις]] ἀσφαλῶς παραδοθεὶς ἐκ τῆς ἀρχαιότητος εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. - Ἡ μετ’ αἰτιατικῆς [[σύνταξις]] τοῦ [[ἄνευ]] ὁμοία τῇ τῆς [[ὑπὲρ]] προθέσεως. Ἴδε [[ὑπὲρ]] ἐν τῇ Συναγ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη. | |lstext='''ἄνευς''': (= [[ἄνευ]])˙ [[ἄνευ]] βουλὰν καὶ ζᾶμον πλαθύοντα Ἐπιγρ. [[Ὀλυμπίας]], Arch. Ztg. 1879, σ. 47. Μόνον ὁ [[τύπος]] [[ἄνις]] ἀσφαλῶς παραδοθεὶς ἐκ τῆς ἀρχαιότητος εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. - Ἡ μετ’ αἰτιατικῆς [[σύνταξις]] τοῦ [[ἄνευ]] ὁμοία τῇ τῆς [[ὑπὲρ]] προθέσεως. Ἴδε [[ὑπὲρ]] ἐν τῇ Συναγ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἄνευ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευς: (= ἄνευ)˙ ἄνευ βουλὰν καὶ ζᾶμον πλαθύοντα Ἐπιγρ. Ὀλυμπίας, Arch. Ztg. 1879, σ. 47. Μόνον ὁ τύπος ἄνις ἀσφαλῶς παραδοθεὶς ἐκ τῆς ἀρχαιότητος εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. - Ἡ μετ’ αἰτιατικῆς σύνταξις τοῦ ἄνευ ὁμοία τῇ τῆς ὑπὲρ προθέσεως. Ἴδε ὑπὲρ ἐν τῇ Συναγ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη.
Spanish (DGE)
v. ἄνευ.