ἄνευς
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευς: (= ἄνευ)˙ ἄνευ βουλὰν καὶ ζᾶμον πλαθύοντα Ἐπιγρ. Ὀλυμπίας, Arch. Ztg. 1879, σ. 47. Μόνον ὁ τύπος ἄνις ἀσφαλῶς παραδοθεὶς ἐκ τῆς ἀρχαιότητος εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. - Ἡ μετ’ αἰτιατικῆς σύνταξις τοῦ ἄνευ ὁμοία τῇ τῆς ὑπὲρ προθέσεως. Ἴδε ὑπὲρ ἐν τῇ Συναγ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη.
Spanish (DGE)
v. ἄνευ.