ἐκσπερματίζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
(6_1) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]]. | |lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacer productiva]] la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ [[γυνή]] ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá</i> LXX <i>Nu</i>.5.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.
German (Pape)
[Seite 779] = simplex, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.
Spanish (DGE)
hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.