ἀντιθετικός: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
(6_11) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ [[δύναμις]] ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ [[οἷον]] [[δήποτε]] τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. [[ἀντίστοιχος]], ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος [[στίχος]] τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117. | |lstext='''ἀντιθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ [[δύναμις]] ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ [[οἷον]] [[δήποτε]] τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. [[ἀντίστοιχος]], ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος [[στίχος]] τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que opone]] ἔστι δὲ ἡ σκεπτικὴ [[δύναμις]] ἀ. φαινομένων τε καὶ νοουμένων la capacidad de examen (o escepticismo) opone las apariencias a los juicios</i> S.E.<i>P</i>.1.8.<br /><b class="num">2</b> ret. [[antitético]] στάσις Hermog.<i>Stat</i>.34, cf. Fortunat.<i>Rh</i>.91.10, Eust.1325.19<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[las antítesis]] D.21.argumen.2.9.<br /><b class="num">II</b> [[que se corresponde en sentido inverso]] de poemas cuyos κῶλα están repetidos en orden inverso, Heph.<i>Poëm</i>.4.6.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[en antítesis]] Alex.Aphr.<i>in Top</i>.580.1, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.10.18. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A setting in opposition, contrasting, ἀ. δύναμις φαινομένων τε καὶ νοουμένων S.E.P.1.8; antithetical, Eust.1325.19; ἀντιθετικά, τά, D.21 Arg.ii9; ἀ. στάσις Hermog.Stat.4, al. II contrasted, correspondent, of poems in which a number of κῶλα are repeated in reversed order, Heph. Poëm.4.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ δύναμις ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ οἷον δήποτε τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. ἀντίστοιχος, ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος στίχος τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que opone ἔστι δὲ ἡ σκεπτικὴ δύναμις ἀ. φαινομένων τε καὶ νοουμένων la capacidad de examen (o escepticismo) opone las apariencias a los juicios S.E.P.1.8.
2 ret. antitético στάσις Hermog.Stat.34, cf. Fortunat.Rh.91.10, Eust.1325.19
•subst. τὰ ἀ. las antítesis D.21.argumen.2.9.
II que se corresponde en sentido inverso de poemas cuyos κῶλα están repetidos en orden inverso, Heph.Poëm.4.6.
III adv. -ῶς en antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1, Gr.Nyss.Eun.3.10.18.