ἀντίστοιχος
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ἀντίστοιχον,
A ranged opposite in rows or pairs, Arist.IA708b8,al.
2 standing over against, σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς E.Andr.745; ἀντίστοιχα λέγων.. τούτοισι corresponding with, D.H.Rh.9.7.
II of letters, corresponding, as tenuis, media, and aspirate, A.D.Synt.55.14, cf. Fr.7b, D.T.631.27; also of vowels, Hdn.Epim.2; κατ' ἀντίστοιχον Lyd.Mag.1.7.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lat. antistoechon Varro en Seru.Georg.1.186
I colocado enfrente de las patas de los insectos, Arist.IA 708b8, σκιὰ ... ἀντίστοιχος ὥς como una sombra situada frente a mí E.Andr.745.
II 1que es un elemento correlativo τι ἀντίστοιχον, τῷ μὲν θερμῷ τὸ ξηρόν Petro Aegineta en Anon.Lond.20.5.
2 correlativo de series de fonemas (sordas frente a aspiradas), A.D.Synt.55.14, cf. Sch.D.T.407.20.
III gram. τὸ ἀ.
1 elemento dentro de una serie alfabética, letra o fonema correlativo λαμβάνομεν τὸ πρῶτον ἀντίστοιχον τὸ ε tomamos el primer elemento, la ε Hdn.Epim.1.
2 sustitución de fonemas basada en una correlación fonológica, p. ej. gurgulio / curculio Varro l.c., cf. Mar.Vict.p.29, Pomp.Gram.5.194.34, Seru.Aen.1.726, Isid.Etym.20.11.10
•alternancia vocálica τόγα ... ἀπὸ τοῦ τέγερε κατ' ἀντίστοιχον Lyd.Mag.1.7.
3 plu. c. verb. de decir respuesta adecuada ἀντίστοιχα λέγων ... τούτοις D.H.Rh.9.7.
IV adv. -ως correspondientemente Didym.Trin.M.39.873A.
German (Pape)
[Seite 261] in Reihen einander gegenübergestellt (wie bei Gramm. die Buchstaben τ u. θ, π u. φ, κ u. χ), paarweise, Arist. inc. an. 6, 4. 8, 6. Übertr., entsprechend, gleich, Eur. Andr. 746 σκιᾷ ἀντ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 placé sur des lignes correspondantes, placé face à face en ligne, ou qui forme une paire symétrique;
2 p. ext. correspondant à, τινι;
3 p. ext. semblable à.
Étymologie: ἀντί, στοῖχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίστοιχος:
1 чередующийся, попеременно движущийся (πόδες Arst.);
2 соответственный, подобный (σκιᾷ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίστοιχος: -ον, περὶ τῶν ποδῶν τῶν ζῴων (ἰδίως τῶν τετραπόδων καὶ πολυπόδων), οἵτινες εἶναι ἀντίστοιχοι πρὸς ἀλλήλους, ὡς π.χ. οἱ δεξιοὶ πόδες πρὸς τοὺς αριστερούς· ἀλλ’ ὁ δεξιὸς πρὸς τὸν δεξιὸν εἶναι σύστοιχος, ἐπίσης καὶ ὁ ἀριστερὸς πρὸς τὸν ἀριστερόν, Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 6. 4., 8. 6 καὶ 7. 2) ἴσος, ὅμοιος, σκιᾷ γὰρ ἀντίστοιχος ὢν Εὐρ. Ἀνδρ. 745· ἀντίστοιχα λέγων ... τούτοισι, ἀντιστοιχοῦντα πρός, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 7. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίστοιχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον
2. ίσος, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + -στοιχος < στοίχος «γραμμή, σειρά, ευθύγραμμη διάταξη» (πρβλ. περίστοιχος, σύστοιχος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀντίστοιχος: -ον, ο τοποθετημένος αντιθετικά σε στοίχους ή ζευγάρια, σε Αριστ.· αυτός που στέκεται αντικρυστά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ranged opposite in rows or pairs, Arist.: standing over against, Eur.