ἀντίτραγος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6_14) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίτραγος''': ὁ, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. [[τράγος]] V.), «τὸ δὲ ἀπεναντίας τῆς κόγχης [[ἔξαρμα]] παρὰ τὸ [[πέρας]] τοῦ κροτάφου [[τράγος]]· τὸ δὲ ἀντικρὺ τούτου παχυτέρας τῆς ἀνθέλικος [[ἀντίτραγος]]» Ροῦφ. σ. 49, Ἀρτ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2, [[Πολυδ]]. Β΄, 85. | |lstext='''ἀντίτραγος''': ὁ, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. [[τράγος]] V.), «τὸ δὲ ἀπεναντίας τῆς κόγχης [[ἔξαρμα]] παρὰ τὸ [[πέρας]] τοῦ κροτάφου [[τράγος]]· τὸ δὲ ἀντικρὺ τούτου παχυτέρας τῆς ἀνθέλικος [[ἀντίτραγος]]» Ροῦφ. σ. 49, Ἀρτ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2, [[Πολυδ]]. Β΄, 85. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ anat. [[antitrago]] prominencia de la parte inferior del pabellón de la oreja, Aret.<i>CD</i> 1.2, Poll.2.85, Ruf. en Orib.25.1.17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (cf. τράγος)
A the eminence of the external ear, Aret. CD1.2, Poll.2.85, Ruf. ap. Orib.25.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτραγος: ὁ, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. τράγος V.), «τὸ δὲ ἀπεναντίας τῆς κόγχης ἔξαρμα παρὰ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου τράγος· τὸ δὲ ἀντικρὺ τούτου παχυτέρας τῆς ἀνθέλικος ἀντίτραγος» Ροῦφ. σ. 49, Ἀρτ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2, Πολυδ. Β΄, 85.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ anat. antitrago prominencia de la parte inferior del pabellón de la oreja, Aret.CD 1.2, Poll.2.85, Ruf. en Orib.25.1.17.