διακηρύσσω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διακηρύξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire annoncer par un héraut ; [[ἐν]] διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;<br /><b>2</b> faire mettre aux enchères par le crieur public.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κηρύσσω]]. | |btext=<i>f.</i> διακηρύξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire annoncer par un héraut ; [[ἐν]] διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;<br /><b>2</b> faire mettre aux enchères par le crieur public.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κηρύσσω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[proclamar]] δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν [[ἄλλως]] Anon.<i>Herc</i>.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones</i> I.<i>BI</i> 1.93<br /><b class="num">•</b>[[declarar]] en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5<br /><b class="num">•</b>τὰ διακεκηρυγμένα [[los hechos de dominio público]] ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.<i>Arat</i>.10.<br /><b class="num">2</b> [[vender en subasta pública]] τὴν ... οὐσίαν Plu.<i>Cic</i>.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.<i>VS</i> 603.<br /><b class="num">3</b> [[celebrar]] ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.<i>VP</i> 31.<br /><b class="num">4</b> en v. med. [[enviar un heraldo]] ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους D.S.18.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
A proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plu.Arat.10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι . . Phld.Herc.862.12. 2 Med., = διακηρυκεύομαι, D.S.18.7. 3 sell by auction, τὴν οἰκίαν Philostr.VS2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.Cic.33. 4 celebrate, ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.VP6.30.
Greek (Liddell-Scott)
διακηρύσσω: μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.
French (Bailly abrégé)
f. διακηρύξω, etc.
1 faire annoncer par un héraut ; ἐν διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;
2 faire mettre aux enchères par le crieur public.
Étymologie: διά, κηρύσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 proclamar δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν ἄλλως Anon.Herc.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.Luc.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones I.BI 1.93
•declarar en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5
•τὰ διακεκηρυγμένα los hechos de dominio público ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.Arat.10.
2 vender en subasta pública τὴν ... οὐσίαν Plu.Cic.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.VS 603.
3 celebrar ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.VP 31.
4 en v. med. enviar un heraldo ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους D.S.18.7.