ἐλαιάζω: Difference between revisions

From LSJ
(6_8)
 
(big3_14b)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιάζω''': ἔχω τὸ [[χρῶμα]] πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.
|lstext='''ἐλαιάζω''': ἔχω τὸ [[χρῶμα]] πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[tener color oliváceo]] τις αὐγὴ ... ἐλαιάζουσα Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.411.4.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιάζω: ἔχω τὸ χρῶμα πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.

Spanish (DGE)

tener color oliváceo τις αὐγὴ ... ἐλαιάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.4.