ἀνθρωποκομικός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(6_10) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωποκομικός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ [[τέχνη]], ἡ τὴν [[ἐπιμέλεια]] τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D. | |lstext='''ἀνθρωποκομικός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ [[τέχνη]], ἡ τὴν [[ἐπιμέλεια]] τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se cuida de los hombres]] de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (<i>sc</i>. τέχνη) la política</i> Them.<i>Or</i>.15.186d. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to the care or government of men: ἡ-κή (sc. τέχνη) politics, Them.Or.15.186d:—also ἀνθρωπο-κόμος, ον, Anon. in Rh.3.607 W.
German (Pape)
[Seite 234] zur Pflege und Wartung des Menschen gehörig, ἡκή, die Kunst des Menschenpflegens, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποκομικός: -ή, -όν, (κομέω) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ τέχνη, ἡ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se cuida de los hombres de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (sc. τέχνη) la política Them.Or.15.186d.