αἰσθητός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(Bailly1_1)
(big3_2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />perceptible par les sens, sensible.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]].
|btext=ή, όν :<br />perceptible par les sens, sensible.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.<i>de An</i>.431<sup>b</sup>22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias</i> Phld.<i>Piet</i>.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.<i>Plt</i>.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, [[εἷς]] μὲν ὁ [[αἰσθητός]], ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰσθητόν [[el objeto sensible]] τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.<i>Ti</i>.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.<i>Metaph</i>.999<sup>b</sup>4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.<i>Iudic</i>.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.<i>M</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ αἰσθητά [[las cualidades sensibles]] op. [[αἴσθημα]] ‘sensación como contenido’, Arist.<i>Metaph</i>.1010<sup>b</sup>32, 1063<sup>b</sup>4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera sensible]] op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.<i>in Metaph</i>.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθητός Medium diacritics: αἰσθητός Low diacritics: αισθητός Capitals: ΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aisthētós Transliteration B: aisthētos Transliteration C: aisthitos Beta Code: ai)sqhto/s

English (LSJ)

ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d;

   A sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰ. object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. -τῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
subst. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles op. αἴσθημα ‘sensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. -ῶς de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.