ἀμείωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμείωτος''': -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ. | |lstext='''ἀμείωτος''': -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no disminuido]], [[íntegro]] σιτωνία Ph.2.66, πρόσοδος <i>IEphesos</i> 38.10 (V a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no disminuye]] ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp.<i>in Cael</i>.109.22.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin disminuir]], [[sin pérdida de su integridad]] Olymp.<i>in Alc</i>.111.11, 12, <i>POxy</i>.1896.21, <i>PMasp</i>.151.97 (VI a.C.), 312.86 (VI a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be diminished, σιτωνία Ph.2.66; incapable of diminution, ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp. in Cael.109.22. Adv. -τως Olymp. in Alc.p.111C.
German (Pape)
[Seite 121] unverringert, ganz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείωτος: -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no disminuido, íntegro σιτωνία Ph.2.66, πρόσοδος IEphesos 38.10 (V a.C.).
2 que no disminuye ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp.in Cael.109.22.
II adv. -ως sin disminuir, sin pérdida de su integridad Olymp.in Alc.111.11, 12, POxy.1896.21, PMasp.151.97 (VI a.C.), 312.86 (VI a.C.).