ἀναδεσμεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(6_5) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδεσμεύω''': δένω [[ἐπάνω]] ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: [[οὕτως]] ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191. | |lstext='''ἀναδεσμεύω''': δένω [[ἐπάνω]] ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: [[οὕτως]] ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[colgar]], [[suspender]] τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίων D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.<i>Inc</i>.32.16<br /><b class="num">•</b>en v. med. τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένην con los cabellos sueltos</i>, <i>PMag</i>.4.1727. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
A tie up, suspend, ἔκ τινος D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.16:—also ἀναδεσμέω, κλήματα πρὸς χάρακας Gp.4.7.3, cf. Sch.A.Pers.191: metaph., of religious scruples or taboos, Lyd.Ost.16.
German (Pape)
[Seite 186] auf-, anbinden, Diod. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδεσμεύω: δένω ἐπάνω ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: οὕτως ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191.
Spanish (DGE)
colgar, suspender τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίων D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
•en v. med. τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένην con los cabellos sueltos, PMag.4.1727.