ἀναισχύντημα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(6_5) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναισχύντημα''': -ατος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 180. | |lstext='''ἀναισχύντημα''': -ατος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 180. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[desvergüenza]] Hyp.<i>Fr</i>.226, Gal.3.801. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.
German (Pape)
[Seite 190] τό, unverschämte That, Hyperid. bei Poll. 6, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισχύντημα: -ατος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
Spanish (DGE)
-ματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.