ἀνακήρυκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ [[Πολυδ]]. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. | |lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ [[Πολυδ]]. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[proclamado ruidosamente]], [[ensalzado]], [[glorificado]] ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.<i>Ep</i>.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀκήρυκτος, dub. in Poll.8.139.
German (Pape)
[Seite 191] öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακήρυκτος: -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: ἀλλά, 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ λέξις φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ ἀκήρυκτος, δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.
Spanish (DGE)
-ον
proclamado ruidosamente, ensalzado, glorificado ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.Ep.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.