ἀνελάττωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_18)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνελάττωτος''': -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
|lstext='''ἀνελάττωτος''': -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no disminuido]] τῆς ἐνεργείας [[εἶδος]] Procl.<i>in Alc</i>.16.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin disminución]] τὰ δεύτερα ὑφίστησιν ἀκινήτως καὶ ἀνελαττώτως produce los efectos secundarios sin movimiento ni disminución</i> Procl.<i>Inst</i>.27.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελάττωτος Medium diacritics: ἀνελάττωτος Low diacritics: ανελάττωτος Capitals: ΑΝΕΛΑΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: aneláttōtos Transliteration B: anelattōtos Transliteration C: anelattotos Beta Code: a)nela/ttwtos

English (LSJ)

ον,

   A undiminished, Procl.in Alc.p.16C. Adv. -τως Id.Inst.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελάττωτος: -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no disminuido τῆς ἐνεργείας εἶδος Procl.in Alc.16.4.
2 adv. -ως sin disminución τὰ δεύτερα ὑφίστησιν ἀκινήτως καὶ ἀνελαττώτως produce los efectos secundarios sin movimiento ni disminución Procl.Inst.27.