ἀνεκφοίτητος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6_17)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεκφοίτητος''': -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, [[ἀκοινώνητος]], Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.
|lstext='''ἀνεκφοίτητος''': -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, [[ἀκοινώνητος]], Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no procede o es separable]] τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀ. Procl.<i>in Ti</i>.1.6, ἀ. τὰ δεύτερα τῶν πρώτων Procl.<i>in Prm</i>.816.24, cf. Dam.<i>Pr</i>.59, 289, Syrian.<i>in Metaph</i>.109.25, [[ἐκεῖθεν]] Procl.<i>in Cra</i>.112.7<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἐνέργειαι τῇ οὐσίᾳ συμπαγεῖς καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀπ' αὐτῆς Dam.<i>Pr</i>.66<br /><b class="num">•</b>frec. en escritores crist., de la Trinidad, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.640D, del Hijo con relación al Padre, Meth.<i>Sym.et Ann</i>.M.18.356B, del Espíritu Santo ἀ. πατρὸς καὶ υἱοῦ Io.D.M.94.821C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inseparablemente]] Eustr.<i>in EN</i> 40.8, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.649B.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκφοίτητος Medium diacritics: ἀνεκφοίτητος Low diacritics: ανεκφοίτητος Capitals: ΑΝΕΚΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anekphoítētos Transliteration B: anekphoitētos Transliteration C: anekfoititos Beta Code: a)nekfoi/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not proceeding or emanating: hence, inseparable from .., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl.inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.

German (Pape)

[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no procede o es separable τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀ. Procl.in Ti.1.6, ἀ. τὰ δεύτερα τῶν πρώτων Procl.in Prm.816.24, cf. Dam.Pr.59, 289, Syrian.in Metaph.109.25, ἐκεῖθεν Procl.in Cra.112.7
c. prep. ἐνέργειαι τῇ οὐσίᾳ συμπαγεῖς καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀπ' αὐτῆς Dam.Pr.66
frec. en escritores crist., de la Trinidad, Dion.Ar.DN M.3.640D, del Hijo con relación al Padre, Meth.Sym.et Ann.M.18.356B, del Espíritu Santo ἀ. πατρὸς καὶ υἱοῦ Io.D.M.94.821C.
2 adv. -ως inseparablemente Eustr.in EN 40.8, Dion.Ar.DN M.3.649B.