ἀνεμόδαρτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμόδαρτος''': -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ [[ἄνεμος]], «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12. | |lstext='''ἀνεμόδαρτος''': -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ [[ἄνεμος]], «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[desnudado por el viento]] Eust.1095.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A stripped by the wind, Eust.1095.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.
Spanish (DGE)
-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.