ἀνεπίσχετος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27. | |lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser detenido]], [[incontenible]] ὁρμή I.<i>Vit</i>.265, φορή Aret.<i>SD</i> 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.2.268.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inconteniblemente]] αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.<i>Ages</i>.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. -τως Id.1.296, Plu.Ages. 27.
German (Pape)
[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
•de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.