ἀκράτητος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἀκράτητον, unsubdued, Arist.Mete.384a33: uncontrollable, ἐπιθυμία Hdn.1.8.2; incomprehensible In. Haer. 1.21. Adv. ἀκρατήτως = with invincible force, incomprehensibly Orib.Syn.7.47.3; ἐπτόηνται Iamb. VP20.94.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no controlado, no dominado ὕδωρ ὑπὸ τῆς φύσεως Arist.Mete.384a33.
2 no vencido οἱ τοῦ θεοῦ ἀθληταί Basil.M.29.232D.
II 1incontrolable, incontenible ἐπιθυμία Hdn.1.8.2.
2 invencible de Dios, Hippol.Haer.9.10.10.
3 inasible, intangible ἀ. καὶ ἀόρατος Iren.Lugd.Haer.1.7.2.
III adv. ἀκρατήτως
1 incontrolablemente Orib.Syn.7.47.3, Iambl.VP 94.
2 incomprensiblemente Iren.Lugd.Haer.1.7.1.
German (Pape)
nicht zu überwältigen, unbändig, Arist. Meteor. 4.7; ἐπιθυμία Herodian. 1.8.4 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτητος: непорабощенный, непокоренный (ὑπὸ τῆς φύσεως Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτητος: [κρᾰ], ον, ἀκατάσχετος, ἀχαλίνωτος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 11, ὃν ἀδύνατον νὰ χαλιναγωγήσῃ τις, ἐπιθυμία, Ἡρωδιαν. 1. 8. ΙΙ. ἀκατανόητος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκράτητος, -ον) κρατῶ
1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί
2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός
3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος
αρχ.-μσν.
1. ο άπιαστος, ο αναφής
2. ο αήττητος.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий