ἀνθράκωμα: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6_22) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48. | |lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.
German (Pape)
[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.