ἀνθυποβάλλω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθυποβάλλω''': [[φέρω]] ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, [[ὅταν]] ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ. | |lstext='''ἀνθυποβάλλω''': [[φέρω]] ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, [[ὅταν]] ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]] c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.<br /><b class="num">2</b> [[sustituir con fraude]] ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209. II substitute fraudulently, Ph.2.630.
German (Pape)
[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.