ἀνεψιότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεψιότης''': -ητος, ἡ, ἡ τῶν ἐξαδέλφων [[συγγένεια]], [[κυρίως]] ἡ τῶν πρώτων ἐξαδέλφων, Πλάτ. Νόμ. 871Β, Δημ. 1068 ἐν τέλ. | |lstext='''ἀνεψιότης''': -ητος, ἡ, ἡ τῶν ἐξαδέλφων [[συγγένεια]], [[κυρίως]] ἡ τῶν πρώτων ἐξαδέλφων, Πλάτ. Νόμ. 871Β, Δημ. 1068 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> gen. graf. ἀνεφσιότɛ̄τος Sol.<i>Lg</i>.5a<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[parentesco de primo carnal]] μέχρι ἀν εφσι ότɛ̄τος Sol.l.c., λέγεται καὶ [[ἀνεψιότης]] Sol.<i>Lg</i>.5c, cf. 5b, 5d, Lys.<i>Fr</i>.299S., Pl.<i>Lg</i>.871b, D.43.63, Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A relationship of cousins, esp. in phrase ἐντὸς ἀνεψιότητος Pl.Lg. 871b, Lexap.D.43.57.
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, Vetterschaft, Dem. 43, 57, im Gesetz, ἐντὸς ἀνεψιότητος καὶ ἀνεψιοῦ u. s. w.; Plat. Legg. IX, 871 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιότης: -ητος, ἡ, ἡ τῶν ἐξαδέλφων συγγένεια, κυρίως ἡ τῶν πρώτων ἐξαδέλφων, Πλάτ. Νόμ. 871Β, Δημ. 1068 ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Grafía: gen. graf. ἀνεφσιότɛ̄τος Sol.Lg.5a
• Prosodia: [ᾰ-]
parentesco de primo carnal μέχρι ἀν εφσι ότɛ̄τος Sol.l.c., λέγεται καὶ ἀνεψιότης Sol.Lg.5c, cf. 5b, 5d, Lys.Fr.299S., Pl.Lg.871b, D.43.63, Hsch.