πορφυρέω: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(10) |
(No difference)
|
Revision as of 00:09, 9 February 2013
English (LSJ)
πορφύρω, ἁλὶ πορφυρεούσῃ v.l. in Arat. 158; ἀμέθυστον . . πορφυρέουσαν (
A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122; χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597 (vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.